- οφικιάλιος
- οφικιάλιος, ο και οφικιούχος, οαξιωματούχος του στρατού ή της εκκλησίας στο Βυζάντιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οφ(φ)ικιάλιος — και οφ(φ)ικιάλης και οφ(φ)ικιούχος, ο (AM ὀφφικιάλιος, Α και ὀφικιάλιος) (ιδίως στους Βυζαντινούς) εκκλησιαστικός, πολιτικός ή στρατιωτικός αξιωματούχος που ασκούσε υψηλό λειτούργημα νεοελλ. (γενικά) τιτλούχος, αξιωματούχος, επίσημος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
σακελ(λ)άριος — ο / σακελλάριος, ΝΜ 1. παλαιό εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν, συνήθως, σε πρεσβυτέρους ή και σε διακόνους και τού οποίου ο κάτοχος ασκούσε εποπτεία στα μοναστήρια τής επισκοπής, είχε τον έλεγχο τής λειτουργίας τής επισκοπικής φυλακής, δίκαζε… … Dictionary of Greek
Ελεαβούλκος, Θεοφάνης — (16ος αι.). Λόγιος, μοναχός και δάσκαλος, από τους πρωιμότερους της περιόδου της τουρκοκρατίας. Δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση του. Είναι γνωστό πάντως ότι αρχικά ονομαζόταν Θωμάς και ότι ο πατέρας του καταγόταν από την … Dictionary of Greek